«Requiem pour L.» στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση

Μπορεί το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ να αποτελέσει αφορμή για μια απρόσμενη μουσικοχορευτική συνάντηση; Στην περίπτωση της βελγικής κολεκτίβας «C de la B» και του καλλιτεχνικού διδύμου Αλαίν Πλατέλ και Φαμπρίτσιο Κασσόλ, δεν τίθεται καμιά αμφιβολία.

To «Requiem pour L.» που παρουσιάζεται σε συμπαραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στην Κεντρική Σκηνή, από 12 έως 15 Απριλίου, επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο ότι η πολυπολιτισμικότητα βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε νέας δημιουργίας της βελγικής κολεκτίβας.

Το εμβληματικό κύκνειο άσμα του Μότσαρτ αποτελεί την ιδανική συνθήκη για μια πρωτόγνωρη διασταύρωση διαφορετικών μουσικών παραδόσεων, από την Ευρώπη μέχρι την Αφρική. Ενορχηστρωτές του εγχειρήματος αυτού δεν είναι άλλοι από τους χαρισματικούς Αλαίν Πλατέλ και Φαμπρίτσιο Κασσόλ, το καλλιτεχνικό δίδυμο πίσω από κάθε νέα, προκλητική ανάγνωση των αριστουργημάτων του δυτικού κλασικού ρεπερτορίου. Είτε πρόκειται για τον Μπαχ και τον Μοντεβέρντι, είτε -στη συγκεκριμένη περίπτωση- τον Μότσαρτ, το ζητούμενο είναι πάντα ένα: να μας επανεισάγουν στον βιωματικό χώρο της μουσικής, να γίνουμε κοινωνοί μιας εμπειρίας που ανοίγεται σε ένα μωσαϊκό πρωτόγνωρων ακουσμάτων.

Τζαζ επιχρωματισμοί, αλλά και οπερατικές άριες, παραδοσιακά μουσικά ιδιώματα από την Αφρική και, φυσικά, οι αρμονικοί πειραματισμοί του Κασσόλ, δίνουν στο «Ρέκβιεμ» μια άλλη σκηνική διάσταση. Ο Πλατέλ καθοδηγεί σκηνοθετικά τους δεκατέσσερις μουσικούς επιχειρώντας μια παράδοξη πολυφωνία: ένα μουσικό σύνολο της διασποράς, στο οποίο η σωματικότητα και η μουσικότητα δεν είναι τοποθετημένες η μία απέναντι στην άλλη, αλλά συγχωνεύονται και μεγεθύνονται για να αναδείξουν έμπρακτα την οικουμενικότητα του συγκεκριμένου έργου.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Αλαίν Πλατέλ κατέστρωνε αυτοσχέδια θεατρικά σκετς στο σαλόνι του σπιτιού του, μαζί με την αδελφή του και τους φίλους του. Όμως, ήταν η κατάλληλη χρονική συγκυρία για κάτι τέτοιο, αφού εκείνο τον καιρό κάμποσοι ερασιτέχνες στο Βέλγιο άρχισαν να δείχνουν ενεργό ενδιαφέρον για τις παραστατικές τέχνες. Επίσης, υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων που ήθελε να δημιουργήσει νέες σκηνές και -με εξαίρεση ίσως τον Μορίς Μπεζάρ- η Φλάνδρα ήταν ακόμη «έρημη χώρα» σε ό,τι αφορά τον χορό. Δεν υπήρχε τίποτα ενάντια στο οποίο να επαναστατήσουν, όλα ήταν πιθανά. Κάπως έτσι, περιγράφουν την αρχή της πορείας τους τα μέλη της βελγικής κολεκτίβας C de la B. Από τότε, έχουν ήδη περάσει 30 χρόνια.

Από την ομάδα έχουν περάσει ονόματα που αργότερα διαμόρφωσαν το τοπίο του σύγχρονου χορού στην Ευρώπη: Christine De Smedt, Koen Augustijnen, Hans Van den Broeck, Sidi Larbi Cherkaoui, Damien Jalet, καθώς και αναρίθμητοι άλλοι χορευτές, μουσικοί και περφόρμερ. Το σημαντικό στοιχείο σε όλους τους παραπάνω ήταν ότι ο καθένας και η καθεμία ανέπτυξαν το δικό τους ύφος, γεγονός το οποίο από τη μια επέτρεψε στην ομάδα να καλλιεργήσει μια ιδιάζουσα πολυφωνία που αψηφούσε τα μέχρι τότε μοντέλα ιεραρχίας -χαρακτηριστικό που έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν της-, ενώ από την άλλη έδωσε στους ίδιους τους καλλιτέχνες τη δυνατότητα να ακολουθήσουν στη συνέχεια ο καθένας τον δικό του δρόμο, να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις τους.

Ο Αλαίν Πλατέλ έχει συνεργαστεί με τον μουσικό και συνθέτη Φαμπρίτσιο Κασσόλ σε έργα όπως το «VSPRS», εμπνευσμένο από το «Vespro della Beata Vergine» του Κλάουντιο Μοντεβέρντι, το «piti?!» (Φεστιβάλ Αθηνών, 2009), βασισμένο στο ορατόριο του Μπαχ, τα «Κατά Ματθαίον Πάθη», το «Coup Fatal» (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 2015), στο οποίο συμμετείχαν και ορισμένοι από τους μουσικούς που θα δούμε στη νέα αυτή παραγωγή.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στις παραπάνω «μεταγραφές» του Κασσόλ είναι ότι χρησιμοποιεί όργανα από διαφορετικές μουσικές παραδόσεις, ώστε να μην υπερισχύει η αμιγώς «δυτική ταυτότητα» της αρχικής σύνθεσης. Επίσης, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Κασσόλ, ο Πλατέλ έχει μια απίστευτη μουσική διαίσθηση, την οποία ο συνθέτης αποδίδει στον ουσιαστικό και βαθύ ανθρωπισμό του, στην εξαιρετική αίσθηση συμπόνιας που τρέφει για τον άλλον.

 

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ