Τις προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας παραθέτει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, τονίζοντας την ανάγκη βελτίωσης της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και της πλήρους υλοποίησης του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων.
Η ψήφιση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο των προαπαιτούμενων για την τρίτη αξιολόγηση συνιστά ένα ακόμη βήμα για τον περαιτέρω περιορισμό της αβεβαιότητος και την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, επισημαίνει η Alpha Bank.
Η επιτάχυνση της ανακάμψεως της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο, προϋποθέτει την πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος έτσι ώστε να καμφθούν τα εμπόδια στο σχηματισμό επενδύσεων, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Τούτο δύναται να διαμορφώσει τις συνθήκες για τη σταδιακή μετάβαση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας σε ένα που να στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στην επενδυτική δαπάνη και τον εξαγωγικό προσανατολισμό.
Βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, ορισμένα εκ των οποίων επιδεινώθηκαν μάλιστα στα χρόνια της οικονομικής κρίσεως είναι (α) η μικρότερη συμμετοχή των κλάδων των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε σχέση με άλλες χώρες του ίδιου περίπου μεγέθους, (β) η χαμηλή εξαγωγική διείσδυση και (γ) η αδυναμία προσελκύσεως άμεσων ξένων επενδύσεων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (The ESM Stability Support Programme for Greece 1st and 2nd Reviews – July 2017 Background Report) ο τομέας των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών αντιστοιχούσε σε επίπεδα χαμηλότερα του 50% του ΑΕΠ στην περίοδο 2009 – 2014 έναντι 55% κατά μέσο όρο στην ΕΕ28 και της Πορτογαλίας και 65% της Ιρλανδίας.
Επιπλέον, στην Ελλάδα πριν την περίοδο της οικονομικής κρίσεως (2002-2008) το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ήταν σημαντικά ελλειμματικό και ανερχόταν στο 11% του ΑΕΠ.
Αντίθετα, στην Ευρώπη των 28 (ΕΕ28), την ίδια χρονική περίοδο, το αντίστοιχο ισοζύγιο ήταν οριακά πλεονασματικό (+1%). Σταδιακά την περίοδο της οικονομικής κρίσεως και ως αποτέλεσμα της βελτιώσεως της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε όρους κόστους εργασίας, το ελλειμματικό ισοζύγιο των εξαγωγών–εισαγωγών βελτιώθηκε και την τελευταία τετραετία διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο -2% του ΑΕΠ.
Παρά τη σημαντική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία, οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν μπόρεσαν να υπερκεράσουν τις αντίστοιχες εισαγωγές. Ιδιαίτερα στην περίοδο 2014-9M 2017, παρά τη στασιμότητα της οικονομίας, παράλληλα με την αύξηση των εξαγωγών, η δαπάνη για εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ακολούθησε ανοδική πορεία.
Στην Ευρώπη των 28 χωρών, ωστόσο, το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών, ήταν ήδη πλεονασματικό την περίοδο 2002-2013 και βελτιώθηκε περαιτέρω στο 3% του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, την περίοδο 2014-9Μ 2017.
Η Alpha Bank σημειώνει ότι η εικόνα αυτή στην Ελλάδα διαμορφώθηκε παρά την σημαντική υποχώρηση του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, στο πλαίσιο των διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής που υιοθέτησε η χώρα. Συγκεκριμένα, οι χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα προσαρμογής επέτυχαν σημαντική μείωση του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, στην περίοδο 2010-2017. Η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση, κατά 12%, μετά την Ιρλανδία. Στην ίδια περίοδο και η Ισπανία, παρόλο που δεν ακολούθησε πρόγραμμα προσαρμογής, προχώρησε επίσης σε περιορισμό του κόστους εργασίας, αντίθετα με ό,τι συνέβη στην ΕΕ-28.
Η αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να αποκτήσει μια ισχυρότερη εξαγωγική και επενδυτική δυναμική παρά τον δραστικό περιορισμό του μισθολογικού κόστους, παρατηρείται και στις χαμηλές επιδόσεις της ως προς την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Η Ελλάδα έχει αυξήσει το ποσοστό των εισροών των ξένων άμεσων επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ στο 1,6% το 2016, από 0,2% το 2010. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο έναντι των επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών που εμφανίζονται στο Γράφημα. Ειδικότερα, στην Ιρλανδία, χώρα όπου επίσης βρισκόταν σε πρόγραμμα προσαρμογής, το ποσοστό των ξένων άμεσων επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ ακολούθησε έντονη ανοδική πορεία.
Η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φορολογία και οι συνεχιζόμενες ακαμψίες στην αγορά προϊόντων αποτελούν τους κύριους παράγοντες που εξηγούν την υστέρηση της Ελλάδας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Η χώρα αντιμετωπίζει πλέον ένα σημαντικό έλλειμμα επενδύσεων καθώς και ένα έλλειμμα υψηλής εξειδικεύσεως προσφερόμενων θέσεων εργασίας δεδομένου του υψηλού ποσοστού νέων θέσεων εργασίας μερικής και εκ περιτροπής απασχολήσεως (54,9% το 2017). Η αποεπένδυση της ελληνικής οικονομίας έχει φθάσει σε τέτοιο βαθμό που ο καθαρός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου υπολείπεται των αποσβέσεων.
Η βελτίωση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και ο περιορισμός της αβεβαιότητας συνιστούν ένα σημαντικό πρώτο βήμα για την αποκατάσταση του προβλήματος. Το δεύτερο βήμα και κεντρικό στοιχείο του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής και διασώσεως του ESM είναι η πλήρης υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και θα περιορίσουν τη γραφειοκρατία. Υπάρχουν βεβαίως πρόσθετες δομικές παθογένειες που πρέπει να αντιμετωπισθούν. Το έλλειμμα επενδύσεων ουσιαστικά αντανακλά και το έλλειμμα έρευνας, καινοτομίας και επιχειρηματικότητας. Ο περιορισμός αυτών των ελλειμμάτων προϋποθέτει την αξιοποίηση του υψηλού επιπέδου εκπαιδεύσεως των νέων της χώρας μας και την άρση των δυσμενών συνεπειών της παρατεταμένης υφέσεως στο ανθρώπινο κεφάλαιο καθώς το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων και της ανεργίας των νέων οδήγησε τόσο στη διάβρωση δεξιοτήτων όσο και στην εκροή επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό.
Πηγή: capital.gr